υπόχυμα

υπόχυμα
το , υπόχυσις (-εως) η мед. катаракта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπόχυμα" в других словарях:

  • ὑπόχυμα — cataract neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόχυμα — το / ὑπόχυμα, ύματος, ΝΑ [ὑποχέω] ιατρ. η οφθαλμική πάθηση καταρράκτης …   Dictionary of Greek

  • ὑποχυμάτων — ὑπόχυμα cataract neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχύμασι — ὑπόχυμα cataract neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχύματα — ὑπόχυμα cataract neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχύματος — ὑπόχυμα cataract neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] …   Dictionary of Greek

  • υπόχυση — η / ὑπόχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑποχέω] ιατρ. ὑπόχυμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»